- ὑποβρέμει
- ὑποβρέμωroarpres ind mp 2nd sgὑποβρέμωroarpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποβρέμω — Α βουίζω, ηχώ από κάτω («κελαινὸς δ Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γαῑ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρέμω «ηχώ»] … Dictionary of Greek